υπολαλώ

υπολαλώ
-έω, ΜΑ [λαλῶ]
μσν.
λέω κάτι έμμεσα, πλαγίως («βούλεται δὲ μᾱλλον ὑπολαλεῑν τῷ τολμῶντι τὸ χρῆναι αὑτὸν πρὸς ἑαυτῷ ἔχειν τὸν νοῡν», Ευστ.)
αρχ.
1. μιλώ χαμηλόφωνα
2. λέω κάτι κρυφά, ψιθυρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • υπαραιώ — όω, Α εσφ. γρφ. αντί ὑπολαλῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀραιῶ (< ἀραιός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”